στιλπνῶν

στιλπνῶν
στιλπνός
glittering
fem gen pl
στιλπνός
glittering
masc/neut gen pl
στιλπνόω
make to shine
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
στιλπνόω
make to shine
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
στιλπνόω
make to shine
pres part act masc nom sg
στιλπνόω
make to shine
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερυθροπλακία — η πάθηση τών βλεννογόνων τού στόματος, τής γλώσσας και τής βαλάνου τού αιδοίου η οποία εκδηλώνεται με μορφή ερυθρών στιλπνών πλακών που εξελίσσονται σε επιθηλίωμα …   Dictionary of Greek

  • ζαπόν — το βερνίκι για επικάλυψη στιλπνών μεταλλικών επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. japan)] …   Dictionary of Greek

  • στεφανίτης — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α νεοελλ. 1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”